- σαρακοστός
- -ή, -όν, Μ1. τεσσαρακοστός2. το θηλ. ως ουσ. η σαρακοστήβλ. σαρακοστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρακοστή — η, Ν 1. περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα που διαρκεί 40 ημέρες, σαρανταήμερο 2. (κατ επέκτ.) κάθε νηστεία μεγάλης διάρκειας που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους 3. φρ. α) «Μεγάλη Σαρακοστή» εκκλ. η περίοδος τών σαράντα ημερών νηστείας… … Dictionary of Greek